Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εβραϊκός -ή -ό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
εβραίκος, επίθ.,
βλ. εβραίικος.
[Λεξικό Κριαρά]
εβραϊκός, επίθ.
  • Που ανήκει ή αναφέρεται στους Εβραίους:
    • (Φαλιέρ., Θρ. 254).
  • Το θηλ. στον τ. Οβρακή ως τοπων. (= συνοικία Εβραίων):
    • (Φορτουν. Γ´ 432).

[μτγν. επίθ. εβραϊκός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εβραϊκός -ή -ό [evraikós] Ε1 : που ανήκει στους Εβραίους ή προέρχεται από αυτούς· (πρβ. εβραίικος, ισραηλίτικος, ιουδαϊκός): Εβραϊκή παράδοση / φυλή / ιστορία. Εβραϊκό αλφάβητο. Εβραϊκά ήθη και έθιμα. ~ πολιτισμός. || Tο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Iερουσαλήμ. Εβραϊκή συνοικία. Εβραϊκό νεκροταφείο. Εβραϊκή γλώσσα, η γλώσσα την οποία μιλούσαν οι Εβραίοι ως το 2ο αι. π.X., σε διάκριση από την αραμαϊκή. H αναβίωση της εβραϊκής γλώσσας κατά το 19ο και 20ό αι. || (ως ουσ.) η εβραϊκή, τα εβραϊκά, η εβραϊκή γλώσσα. εβραϊκά ΕΠIΡΡ στην εβραϊκή γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[λόγ. < ελνστ. ῾Εβραϊκός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες