Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εβδομηντάρης ο [evδomindáris] Ο11 θηλ. εβδομηντάρα [evδomindára] Ο25α : για πρόσωπο ηλικίας εβδομήντα (περίπου) χρόνων. || (ως επίθ.) εβδομηντάχρονος: ~ άνθρωπος.
[εβδομήντ(α) -άρης· εβδομηντάρ(ης) -α]