Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εβδομαδιαίος -α -ο [evδomaδiéos] Ε4 : α.που γίνεται μια φορά κάθε εβδομάδα: Εβδομαδιαία συνεδρίαση. || για έντυπο που εκδίδεται κάθε εβδομάδα: Εβδομαδιαίο περιοδικό. Εβδομαδιαία έκδοση / εφημερίδα. β. που αφορά χρονικό διάστημα μιας εβδομάδας (ή επτά ημερών)· (πρβ. βδομαδιάτικος): Εβδομαδιαία έξοδα. Εβδομαδιαία κατανάλωση. ~ απολογισμός. Tο εβδομαδιαίο πρόγραμμα.
[λόγ. εβδομαδ- (δες εβδομάδα) -ιαίος]