Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εβδομαδιαίος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εβδομαδιαίος -α -ο [evδomaδiéos] Ε4 : α.που γίνεται μια φορά κάθε εβδομάδα: Εβδομαδιαία συνεδρίαση. || για έντυπο που εκδίδεται κάθε εβδομάδα: Εβδομαδιαίο περιοδικό. Εβδομαδιαία έκδοση / εφημερίδα. β. που αφορά χρονικό διάστημα μιας εβδομάδας (ή επτά ημερών)· (πρβ. βδομαδιάτικος): Εβδομαδιαία έξοδα. Εβδομαδιαία κατανάλωση. ~ απολογισμός. Tο εβδομαδιαίο πρόγραμμα.

[λόγ. εβδομαδ- (δες εβδομάδα) -ιαίος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες