Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εβένινος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εβένινος, επίθ.· εβέλινος· αιτιατ. πληθ. εβελιναίους.
  • 1) Που είναι κατασκευασμένος από έβενο:
    • ράβδον … εβελίνην (Βίος Αλ. 61).
  • 2) Μαύρος, στιλπνός:
    • εξ εβελίνης της χροάς (αυτ. 5243).

[μτγν. επίθ. εβένινος. Ο τ. τον 6. αι. (Lampe· βλ. και LBG). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εβένινος -η -ο [evéninos] Ε5 : α.που είναι κατασκευασμένος από έβενο: Εβένινα έπιπλα. Εβένινη ράβδος. β. (μτφ.) που έχει τη στιλπνότητα και το μαύρο χρώμα του έβενου: Εβένινα μαλλιά.

[λόγ. < ελνστ. ἐβένινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες