Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- είναι το [íne] Ο (άκλ.) : I.(φιλοσ.) η ιδιότητα ενός αντικειμένου (υλικού ή νοητού) να υπάρχει στον κόσμο ή στη σκέψη μας: Tο ~ και το μη ~. Tο ~ και το γίγνεσθαι. II1. ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου: Aναταράχτηκε όλο μου το ~. 2. για πρόσωπο που είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει κάποιος στη ζωή του: Εσύ είσαι το ~ μου, η ζωή μου.
[λόγ. < αρχ. εrναι (απαρέμφ. του ρ. εἰμί) σημδ. γερμ. Sein]
[Λεξικό Κριαρά]
- είναι το.
-
- Ύπαρξη, οντότητα:
- όλοι ευκαριστιούντανε στο είναι τως περίσσα (Φορτουν. Πρόλ. 61).
[έναρθρ. απαρέμφ. του ειμί ως ουσ. Η λ. και σήμ.]
- Ύπαρξη, οντότητα: