Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- είδωλον το· είδουλον· είδωλο.
-
- Ομοίωμα θεότητας, ψεύτικος θεός:
- μυσαττώμενος τους Τρώας ως γαρ λατρευτάς ειδώλων (Ερμον. Φ 60)·
- (προκ. για αγαπημένο πρόσωπο):
- Εκείνη μόνο προσκυνά και ως είδωλο λατρεύγει (Φορτουν. Ιντ. α´ 91).
[αρχ. ουσ. είδωλον. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr.). Ο τ. ‑ο και σήμ.]
- Ομοίωμα θεότητας, ψεύτικος θεός: