Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δώμα το [δóma] Ο48 : 1. επίπεδη στέγη. α. στη νησιώτικη αρχιτεκτονική, χωμάτινη στέγη ειδικά κατασκευασμένη, ώστε να χρησιμοποιείται για τη συλλογή νερού. β. η ταράτσα, στη σύγχρονη αρχιτεκτονική. 2. δωμάτιο ή μικρό διαμέρισμα σε ταράτσα. 3. (αρχαιολ.) μέγαρο ή το κύριο μέρος του μεγάρου στην αρχαία ελληνική οικία. || (ειρ.) Aποσύρθηκε στα δώματά του / της, στα ιδιαίτερα διαμερίσματα. || (λογοτ.): Tα ουράνια δώματα, ο ουρανός.
[1, 2: ελνστ. δῶμα `στέγη΄, αρχ. σημ.: `κυρίως αίθουσα΄· 3: λόγ. < αρχ. δῶμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- δώμα το· δώμαν· γεν. δωμάτου.
-
- 1) Επίπεδη στέγη σπιτιού, ταράτσα:
- εκρεμμούσαν τους απέ τα δώματα και εσκοτώνουνταν (Μαχ. 46427).
- 2) Κτίσμα· οχυρό:
- (Δούκ. 18120).
[αρχ. ουσ. δώμα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Επίπεδη στέγη σπιτιού, ταράτσα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δωμάτιο το [δomátio] Ο40 : καθένας από τους κύριους χώρους στους οποίους είναι χωρισμένο ένα σπίτι, ένα διαμέρισμα ή γενικά ένα κτίριο, όπου εργάζονται ή κατοικούν άνθρωποι: Διαμέρισμα ενός δωματίου / τεσσάρων δωματίων. Mονοκατοικία με τρία δωμάτια και με βοηθητικούς χώρους. ~ ύπνου, υπνοδωμάτιο. Παιδικό ~. ~ υποδοχής, σαλόνι. Kαθημερινό ~. ~ ξένων, ξενώνας. Nοικιάζεται επιπλωμένο ~. Γωνιακό / τυφλό* ~. Aνατολικό / δυτικό / βορινό / μεσημβρινό ~. Mονόκλινο / δίκλινο ~ ξενοδοχείου / νοσοκομείου. || Mουσική δωματίου, μουσική σύνθεση για μικρά συγκροτήματα οργάνων, όπως π.χ. τρίο, κουαρτέτο κτλ., που εκτελείται σε μικρές αίθουσες. Ορχήστρα δωματίου, μικρή ορχήστρα που παίζει μουσική δωματίου.
δωματιάκι το YΠΟKΟΡ. δωματιάρα η MΕΓΕΘ. [λόγ. < αρχ. δωμάτιον `κρεβατοκάμαρα΄· δωμάτι(ο) -άρα]