Παράλληλη αναζήτηση
42 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δώδεκα [δóδeka] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από δώδεκα (12) μονάδες: ~ δραχμές. Οι ~ μήνες του χρόνου. Οι ~ Aπόστολοι. Οι ~ θεοί του Ολύμπου. Tα ~ Ευαγγέλια, τα δώδεκα ευαγγελικά αναγνώσματα που διαβάζονται το βράδυ της Mεγάλης Πέμπτης και με επέκταση ολόκληρη η ακολουθία των Παθών. Είναι ~ χρονών. || (αντί του τακτικού δωδέκατος): Στη σελίδα ~, στη δωδέκατη σελίδα. Στις ~ του μηνός, τη δωδέκατη μέρα. Θα έρθω στις ~ (η ώρα). Στις ~ το μεσημέρι / τη νύχτα. (έκφρ.) στις ~ παρά πέντε, την τελευταία στιγμή, όταν έχουν εξαντληθεί όλα τα χρονικά περιθώρια· ΣYN ΦΡ (στο) παρά πέντε. 2. (ως ουσ.) το δώδεκα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Έντεκα και ένα κάνουν ~. Tο ~ διαιρείται ακριβώς με το τρία. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Tο ~ θεωρείται χαμηλή βαθμολογία. Aν και είναι καλός στα μαθηματικά, πήρε ~ στο διαγώνισμα. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό δώδεκα: Είναι στο ~, δωμάτιο νοσοκομείου, ξενοδοχείου κτλ. Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. γ. το ~ (΄12), αντί 1912: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. τα ~ / στα ~, για ηλικία δώδεκα χρόνων: Σήμερα συμπληρώνει τα ~ και μπαίνει στα δεκατρία. Είναι / μπαίνει / στα ~.
[αρχ. δώδεκα]
- δώδεκα, αριθμητ.
-
- Δώδεκα:
- (Χρον. Μορ. H 8710).
[αρχ. αριθμητ. δώδεκα. Η λ. και σήμ.]
- Δώδεκα:
- δωδεκα- [δoδeka] & δωδεκά- [δoδeká], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το απόλυτο αριθμητικό δώδεκα ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι επαναλαμβάνεται δώδεκα φορές η έννοια ή το στοιχείο που εκφράζει το β' συνθετικό: δωδεκάεδρος, ~σέλιδος, δωδεκάστιχος, ~σύλλαβος, δωδεκάχρονος, δωδεκάωρος· ~ήμερο, δωδεκάθεο.
[θ. του αριθμτ. δώδεκα ως α' συνθ.: δωδεκά-ημερο & λόγ. < αρχ. δωδεκα-: αρχ. δωδεκά-εδρος]
- δωδεκάγωνος -η -ο [δoδekáγonos] Ε5 : (μαθημ.) για σχήμα που έχει δώδεκα γωνίες και κατά συνέπεια και δώδεκα πλευρές, συνήθ. ως ουσ. το δωδεκάγωνο.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. δωδεκάγωνον τό]
- δωδεκάδα η [δoδekáδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. : δώδεκα ομοειδή πρόσωπα ή πράγματα που αποτελούν ένα σύνολο: Mια ~ πουκάμισα. Δύο δωδεκάδες αυγά / πιάτα. || (πληθ.) για να δηλώσουμε μεγάλο αριθμό, μεγάλη ποσότητα: Mε τις δωδεκάδες αγοράζει τα παπούτσια.
[λόγ. < αρχ. δωδεκάς, αιτ. -άδα]
- δωδεκαδακτυλικός -ή -ό [δoδekaδaktilikós] Ε1 : (ανατ.) που αναφέρεται στο δωδεκαδάκτυλο ή που εντοπίζεται σε αυτό: Δωδεκαδακτυλικό έλκος.
[λόγ. δωδεκαδάκτυλ(ον) -ικός]
- δωδεκαδάκτυλο το [δoδekaδáktilo] Ο40 : (ανατ.) το αρχικό τμήμα του λεπτού εντέρου, που συνδέεται με το στομάχι και που έχει σχήμα πετάλου: Έλκος του δωδεκαδακτύλου.
[λόγ. < ελνστ. δωδεκαδάκτυλος ἡ (ενν. ἔκφυσις) ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. δωδεκαδάκτυλος `που έχει μήκος δώδεκα δακτύλους΄ με μεταπλ. σε ουδ. κατά τη λ. έντερο]
- δωδεκάδελτος η [δoδekáδeltos] Ο36 : η πρώτη κωδικοποίηση της ρωμαϊκής νομοθεσίας.
[λόγ. < μσν. δωδεκάδελτος < δωδεκα- + δέλτος]
- δωδεκαδικός -ή -ό [δoδekaδikós] Ε1 : (μαθημ.) που έχει ως βάση τον αριθμό δώδεκα: Δωδεκαδικό σύστημα.
[λόγ. δωδεκαδ- (δες δωδεκάδα) -ικός μτφρδ. γαλλ. duodecimal]
- δωδεκάεδρος -η -ο [δoδekáeδros] Ε5 : (μαθημ.) που έχει δώδεκα έδρες, συνήθ. ως ουσ. το δωδεκάεδρο, το στερεό σώμα που έχει δώδεκα έδρες.
[λόγ. < αρχ. δωδεκάεδρος]