Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δύω [δío] Ρ9α : 1. για τον ήλιο ή για άλλο ουράνιο σώμα όταν εξαφανίζεται, χάνεται κάτω από τη νοητή γραμμή του ορίζοντα. ANT ανατέλλω: Tο χειμώνα ο ήλιος δύει νωρίς, βασιλεύει. Έδυσαν τα αστέρια. Έδυσε το φεγγάρι. 2. (μτφ.) παρακμάζω και χάνομαι: Πολιτισμοί που έδυσαν χωρίς να αφήσουν ίχνη. ΦΡ δύει το άστρο κάποιου, βρίσκεται σε κατάσταση παρακμής, συνήθ. για σημαντικούς καλλιτέχνες, πολιτικούς κτλ. που για πολλά χρόνια βρίσκονταν στο προσκήνιο της δημοσιότητας.

[λόγ. < αρχ. δύω (πρβ. λαϊκό δύνω < αρχ. δύνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες