Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δύτης ο [δítis] Ο10 : αυτός που καταδύεται σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό, εφοδιασμένος συνήθ. με την κατάλληλη εξάρτυση που του επιτρέπει παρατεταμένη παραμονή κάτω από την επιφάνεια του νερού και σε μεγάλο βάθος· (πρβ. βουτηχτής): Tο σκάφανδρο του δύτη. H νόσος των δυτών.
[λόγ. < αρχ. δύτης]