Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δύσχρηστος -η -ο [δísxristos] Ε5 : ANT εύχρηστος. 1. για κτ. που δύσκολα μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει ή να το χειριστεί, λόγω της πολύπλοκης ή της όχι καλά μελετημένης κατασκευής ή συγκρότησής του: Tα ογκώδη βιβλία / τα βιβλία που έχουν πολλές παραπομπές ή υποσημειώσεις είναι δύσχρηστα. Οι παλιές ηλεκτρικές συσκευές ήταν πολύ πιο δύσχρηστες από τις σημερινές. 2. για κτ., κυρίως για γλωσσικό στοιχείο που δεν έχει ευρεία χρήση: Δύσχρηστες λέξεις.
[λόγ. < αρχ. δύσχρηστος]