Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δύστυχος, επίθ.
-
- 1) Δυστυχισμένος:
- (Ερμον. Ω 226).
- 2)
- α) (Προκ. για χρόνο) που στη διάρκειά του συμβαίνουν συμφορές:
- (Πτωχολ. Α 6)·
- β) που φέρνει δυστυχία:
- άστρα κακά και δύστυχα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [304]).
- α) (Προκ. για χρόνο) που στη διάρκειά του συμβαίνουν συμφορές:
- Το ουδ. ως ουσ. = δυστυχία:
- ποτέ εκ το δύστυχον μεταλλαγήν ουκ έχω; (Λόγ. παρηγ. L 104).
[μτγν. επίθ. δύστυχος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Δυστυχισμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δύστυχος -η -ο [δístixos] Ε5 : (για πρόσ.) δυστυχισμένος1, δυστυχής, συνήθ. σε επιφωνηματική πρόταση: Δύστυχη πατρίδα! Δύστυχε λαέ! || (ως ουσ.): Tι να του κάνει ο ~! Aχ ο ~ / το δύστυχο!
[ελνστ. δύστυχος]