Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δύσπιστος, επίθ.
-
- Που δύσκολα πιστεύει κ.:
- βάρβαρον δύσπιστον έθνος (Διγ. Gr. 2832).
- Το ουδ. ως ουσ. = δυσπιστία:
- άλλαξον το δύσπιστον (Βέλθ. 155).
[μτγν. επίθ. δύσπιστος. Η λ. και σήμ.]
- Που δύσκολα πιστεύει κ.:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δύσπιστος -η -ο [δíspistos] Ε5 : που δεν πιστεύει χωρίς επιφυλάξεις ό,τι βλέπει ή ό,τι ακούει, γιατί υποπτεύεται ότι η πραγματικότητα έχει παραποιηθεί εσκεμμένα ή από άγνοια. ANT εύπιστος: Mε τα επιχειρήματά του πείθει και τον πιο δύσπιστο ακροατή. Οι απογοητεύσεις της ζωής τον έχουν κάνει δύσπιστο.
δύσπιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. δύσπιστος]