Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δύσκολος, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για πρόσωπο) δύστροπος, ιδιότροπος, στριφνός:
- (Ασσίζ. 8326).
- 2) (Προκ. για πράγματα, ενέργειες) που ενέχει δυσκολίες, εμπόδια:
- (Ερωτόκρ. Α´ 215).
- 3) (Προκ. για τόπο, δρόμο, βουνό) δύσβατος, δυσκολοδιάβατος:
- (Διγ. Άνδρ. 38712).
- 4) (Προκ. για χρόνο, ημέρα, κ.τ.ό.):
- τες θλίψες, τές εις εμέναν έφερεν ο δύσκολος ο χρόνος (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 372).
- 5) (Προκ. για τη ζωή) επίπονος, κοπιαστικός:
- (Κυπρ. ερωτ. 731).
- 6) (Προκ. για αρρώστια) βαρύς, δυσκολοθεράπευτος:
- (Διγ. Z 3957).
- 7) Που δύσκολα διατηρείται:
- δύσκολη … των γυναικών η αρετή (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [371]).
- 8) (Προκ. για ελπίδα) μάταιος:
- (Θησ. Δ´ [771]).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1)
- α) (Εν. και πληθ.) δυσκολίες:
- να διαβούν τα δύσκολα (Φλώρ. 1162)·
- β) (πληθ.) βάσανα, στενοχώριες:
- πότε να βγω τα δύσκολα τά πάσχω …; (Λίβ. Esc. 1572).
- α) (Εν. και πληθ.) δυσκολίες:
- 2) Δίλημμα:
- Εις δύσκολον γαρ έστεκε, να πα ή ν’ απομείνει (Θησ. Θ´ [177]).
- 3) (Πληθ.) δύσβατα μέρη, κακοτοπιές:
- εξέβημεν τα δύσκολα και εσέβημεν λιβάδιν (Λίβ. N 618).
- 1)
[αρχ. επίθ. δύσκολος. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για πρόσωπο) δύστροπος, ιδιότροπος, στριφνός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δύσκολος -η -ο [δískolos] Ε5 : ANT εύκολος. 1α. που απαιτεί πολύν κόπο, που η διαδικασία της πραγματοποίησής του είναι συνήθ. πολύπλοκη ή και επικίνδυνη: Οι γεωργικές εργασίες είναι δύσκολες. Δύσκολες διαπραγματεύσεις. H ορειβασία είναι δύσκολο άθλημα. Είναι δύσκολο να ικανοποιηθούν όλοι. β. για κτ. που απαιτεί ιδιαίτερη πνευματική ικανότητα ή προσπάθεια ή ιδιαίτερη δεξιοτεχνία: H φυσική μού φαίνεται δύσκολη. Δύσκολο πρόβλημα. Tο βιολί είναι δύσκολο όργανο. || δυσνόητος: Δύσκολο βιβλίο / έργο. || ~ συγγραφέας. || (ως ουσ.) το δύσκολο: Tο δύσκολο είναι ότι / να
(έκφρ.) τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. ΠAΡ έκφρ. κάθε αρχή* και δύσκολη. γ. που παρουσιάζει πολλά εμπόδια, πολλούς κινδύνους: ~ δρόμος. Δύσκολο ταξίδι. δ. για χρονική περίοδο ή για κατάσταση πολύ κρίσιμη ή πολύ δυσάρεστη: Tα δύσκολα χρόνια του πολέμου. Περάσαμε δύσκολες μέρες / ώρες. H ζωή της ήταν πολύ δύσκολη. (έκφρ.) κάνω σε κπ. τη ζωή δύσκολη, του δημιουργώ συνεχή προβλήματα, κυρίως για λόγους εκδίκησης. || Bρίσκομαι σε δύσκολη θέση / η θέση μου είναι δύσκολη. 2. (για πρόσ.) α. που δεν μπορεί να συνεννοηθεί και να συμβιώσει με άλλους ανθρώπους: ~ χαρακτήρας. Ο άνθρωπος όταν γεράσει γίνεται ~, δύστροπος. || για παιδί που διαπαιδαγωγείται δύσκολα, που η συμπεριφορά του δημιουργεί δυσκολίες: Tα δύσκολα παιδιά χρειάζονται ιδιαίτερη μεταχείριση. β1. που δεν ικανοποιείται με ό,τι του προσφέρεται, που είναι πολύ απαιτητικός: Είναι πολύ ~ στο φαγητό. Είναι ~ άνθρωπος, πάντοτε δυσαρεστημένος. Είναι ~ καθηγητής, έχει πολλές απαιτήσεις από τον εξεταζόμενο. β2. που είναι πολύ εκλεκτικός, που επιζητεί το τέλειο: Tο θεατρικό κοινό της πόλης μας θεωρείται δύσκολο. Έχει δύσκολα γούστα. || (ως ουσ.) ο δύσκολος, θηλ. δύσκολη: Προϊόντα ποιότητας για τους δύσκολους. Mας κάνει τη δύσκολη.
δύσκολα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Tο σκληρό ξύλο δουλεύεται ~. Zήσαμε ~ εκείνα τα χρόνια. [μσν. δύσκολος, αρχ. σημ.: `δύστροπος, δυσεξήγητος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- δυσκολοσήκωτος, επίθ.
-
- Που δύσκολα σηκώνεται:
- (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ια´ 46).
[<επίρρ. δύσκολα + επίθ. σηκωτός. Η λ. στο Somav. (‑σί‑) και σήμ.]
- Που δύσκολα σηκώνεται: