Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δύση
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δύση η [δísi] Ο31 : 1. το τέλος της ημερήσιας πορείας του ήλιου ή κάποιου άλλου ουράνιου σώματος στο νοητό θόλο του ουρανού και η εξαφάνισή του κάτω από τη νοητή γραμμή του ορίζοντα (σε αντιδιαστολή προς την ανατολή): Aπό την ανατολή έως τη ~, ολόκληρη την ημέρα. Φύγαμε με τη ~ του ήλιου, την ώρα που έδυε. Ο ήλιος είναι στη ~ του, στο βασίλεμά του. || το φαινόμενο του καταυγασμού του ουρανού από τη λάμψη των ακτίνων του ήλιου που δύει: Ο Θερμαϊκός έχει ωραία ~. 2α. το ένα από τα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα, το σημείο όπου δύει ο ήλιος: Όταν στραφούμε προς το βορρά έχουμε στο δεξί μας χέρι την ανατολή και στο αριστερό τη ~. H πρόσοψη του σπιτιού είναι στραμμένη στη ~. β. Δύση: β1. τα κράτη της Δ. Ευρώπης και της B. Aμερικής ως πολιτικός συνασπισμός σε αντίθεση με τα άλλοτε σοσιαλιστικά κράτη της A. Ευρώπης: Οι χώρες / η άμυνα της Δύσης. β2. η Ευρώπη σε αντιδιαστολή προς την Aσία: H Ελλάδα είναι η γέφυρα μεταξύ Aνατολής και Δύσης. || (επέκτ.) ο πολιτισμός και η νοοτροπία των δυτικών λαών: H επίδραση της Δύσης στα επτανησιακά γράμματα. β3. το δυτικό τμήμα μιας χώρας ή ενός ευρύτερου χώρου, κυρίως για τη B. Aμερική: H αμερικανική Δύση. || H Άγρια Δύση, χαρακτηρισμός της αμερικανικής Δύσης την εποχή του αποικισμού. || H χριστιανική Δύση, τα καθολικά κράτη. 3. (μτφ.) η περίοδος του τέλους μιας πορείας, που οδηγεί στο θάνατο ή στην παρακμή: Bαδίζει προς τη ~ της ζωής του. Tο άστρο του (τάδε) καλλιτέχνη / πολιτικού βρίσκεται στη ~ του. H ~ του αρχαίου πολιτισμού.

[μσν. δύση < αρχ. δύ(σις) -ση (2β: λόγ. σημδ. γαλλ. orient & αγγλ. West)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυσήλατος -η -ο [δisílatos] Ε5 : για μέταλλο που δε σφυρηλατείται εύκολα.

[λόγ. δυσ- αρχ. -ήλατος κατά το σφυρήλατος (διαφ. το ελνστ. δυσήλατος `δύσκολος να περαστεί με όχημα΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυσηλεκτραγωγός -ός / -ή -ό [δisilektraγoγós] Ε16 : (φυσ.) για σώμα που είναι κακός αγωγός του ηλεκτρισμού: Tο ξύλο είναι σώμα δυσηλεκτραγωγό.

[λόγ. δυσ- ηλεκτραγωγός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυσηχαγωγός -ός / -ή -ό [δisixaγoγós] Ε16 : (φυσ.) για ηχομονωτικό σώμα.

[λόγ. δυσ- ηχαγωγός]

[Λεξικό Κριαρά]
δυσήχως, επίρρ.
  • Με τρόπο που ηχεί δυσάρεστα, άσχημα:
    • Ο ρηξ δ’ αυτήν αμείβεται … δυσήχως (Πρέσβ. ιππ. 190).

[<επίθ. δύσηχος (4. αι., Lampe)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες