Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δύνομαι· δύνουμαι· ηδύνομαι.
-
- 1) Έχω τη δύναμη, είμαι ικανός να κάνω κ., μπορώ:
- όσο μπορείς και δύνεσαι να το κρατείς χωσμένο (Φορτουν. Γ´ 492).
- 2) Τολμώ:
- ουδέν δύνομαι καταπρόσωπα τον Δάρειον να σταθώ (Διήγ. Αλ. V 23).
- 3) Έχω το δικαίωμα, την εξουσία:
- δεν δύνομαι να τον διώξω χωρίς να μου μηνύσει ο σουλτάνος (Μαχ. 12435)·
- (με αιτιατ. σε ελλιπή φρ.):
- οι Τούρκοι ως φθονεροί και δύνονται τας πάσας (Χρον. Τόκκων 3183).
- 4) Μπορώ να πετύχω κ.:
- Περί μετανοίας … και πόσα δύνονται τα δάκρυα (Βακτ. αρχιερ. 165).
- 5) Μπορώ· προλαβαίνω:
- απεμάκρυναν και δεν εδυνήθηκα να τους φθάσω (Διγ. Άνδρ. 3937).
- 6) Υπομένω, αντέχω κ.:
- Τον ένα (ενν. πόνο) δεν εδύνουμου (Θυσ. 115)·
- δεν εδύνουνταν να την βλέπουν να κλαίει (Διγ. Άνδρ. 33625‑6).
- 7) (Απρόσ.) είναι δυνατόν:
- να ζητήσουν όσον δύνεται το ρηγάτον το γληγορώτερον (Μαχ. 33638).
[μτγν. δύνομαι. Η λ. και ο τ. ‑ουμαι και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Έχω τη δύναμη, είμαι ικανός να κάνω κ., μπορώ: