Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δύναμαι [δíname] Ρ αόρ. δυνήθηκα, απαρέμφ. δυνηθεί : (λόγ.) μπορώ, έχω το δικαίωμα ή τη δικαιοδοσία.
[λόγ. < αρχ. δύναμαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- δύναμαι.
-
- Έκφρ. κατά τό δύναται κάπ. = κατά το δυνατόν, κατά τις δυνάμεις κάπ.:
- (Ασσίζ. 12424).
[αρχ. δύναμαι. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr.)· βλ. και δύνομαι]
- Έκφρ. κατά τό δύναται κάπ. = κατά το δυνατόν, κατά τις δυνάμεις κάπ.: