Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δόσμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δόσμα το· δόσμαν.
– Βλ. και δόμα.
  • 1)
    • α) Δωρεά, δώρο:
      • είς άνθρωπος … ποιεί δόσμαν ετέρου (Ασσίζ. 406119
      • πολλή προίκα και δόσμα (Πεντ. Γέν. XXXIV 12
    • β) αμοιβή:
      • μη φέρεις δόσμα κούρβας … του Θεού σου (Πεντ. Δευτ. XXIII 19
    • γ) έκφρ. νέον δόσμα, βλ. νέος Εκφρ. 2.
  • 2) Χτύπημα:
    • ουδέ καν εξύπνησεν του δόσματος ο δράκων (Καλλίμ. 568).

[<αόρ. του δίδω + κατάλ. μα. Ο τ. στο LBG. Η λ. στο Somav. (λ. δόσις)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες