Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δόσις ‑ση η· έδοσις.
-
- 1) Δωρεά, δώρο:
- οκάτις άνθρωπος … πολομά δόσιν ενού ανθρώπου (Ασσίζ. 15511)·
- (ως σύστ. αντικ.):
- (Ασσίζ. 1557).
- 2) Δόσιμο, ελεημοσύνη:
- ας έν κρυφή η έδοσις, κανείς να μην το ξεύρει (Δεφ., Λόγ. 146).
- 3) Φόρος:
- τον κοινόν λαόν εβάρυνε διά δόσεως χρημάτων (Έκθ. χρον. 6821).
- 4) Χτύπημα:
- Ο Μενέλαος … και ο Πείσανδρος … αστοχήσασιν τας δόσεις (Ερμον. Π 172).
[αρχ. ουσ. δόσις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) Δωρεά, δώρο: