Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δόσιμο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δόσιμο το [δósimo] Ο50 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δίνω: Aυτά τα ρούχα τα έχω για ~. Tο ολοκληρωτικό ~ του εαυτού του στην επιστήμη, αφιέρωση. 2. Bασιλικά δοσίματα, στο Bυζάντιο και στην περίοδο της Tουρκοκρατίας, το ετήσιο μίσθωμα των γεωργών προς τους γαιοκτήμονες.

[μσν. δόσιμον < δοσ- (δίνω) -ιμον]

[Λεξικό Κριαρά]
δόσιμο(ν) το.
  • 1) Δωρεά, προσφορά·
    • έκφρ. νέον δόσιμον, βλ. νέος Εκφρ. 2.
  • 2) Φόρος:
    • να ημπορούμεν οι πτωχοί να δίδομεν τα τέλη και τα πολλά δοσίματα (Ιστ. Βλαχ. 2576).
  • 3) Χτύπημα:
    • να κρεμνισθεί εις δόσιμον (Ιατροσ. κώδ. ρο´).

[ουδ. του μτγν. επιθ. δόσιμος ως ουσ. Βλ. και LBG (ον). Η λ. (ο) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες