Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δόρυ
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δόρυ το [δóri] Ο γεν. δόρατος, πληθ. δόρατα, γεν. δοράτων : μακρύ ξύλινο κοντάρι που καταλήγει σε μεταλλική αιχμή και που στην αρχαιότητα και στο Mεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν ως αγχέμαχο όπλο· (πρβ. ακόντιο). ΦΡ η αιχμή του δόρατος, ενέργεια που αποτελεί την πρώτη και οξύτερη φάση μιας επίθεσης, σε πολιτικό ή σε άλλο επίπεδο: Θέματα παιδείας θα αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος στην κριτική που θα ασκήσει η αντιπολίτευση.

[λόγ. < αρχ. δόρυ]

[Λεξικό Κριαρά]
δορύπομπος ο.
  • Ακοντιστής:
    • Φράγκους τσαγρατόρους και δορυπόμπους (Δούκ. 2278).

[<ουσ. δόρυ + πέμπω. Η λ. στο Du Cange (οι)]

[Λεξικό Κριαρά]
δορυφορία η.
  • 1) Φρουρά, σωματοφυλακή:
    • μετά στρατιωτών και δορυφορίας (Έκθ. χρον. 37).
  • 2) Τιμή:
    • ορίζει (ενν. ο αμιράς) και ενδύνουν τους μετά δορυφορίας (Φλώρ. 1812).

[αρχ. ουσ. δορυφορία]

[Λεξικό Κριαρά]
δορυφορίζω.
  • Εξυπηρετώ, βοηθώ:
    • τους ξένους πάντα αγάπα τους και δορυφόριζέ τους (Φλώρ. 1181).

[<αόρ. του δορυφορώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δορυφορικός -ή -ό [δoriforikós] Ε1 : I. που έχει σχέση με τεχνητό δορυφόρο, κυρίως τηλεπικοινωνιακό: ~ σταθμός. Δορυφορική τηλεόραση, στην οποία η λήψη γίνεται με τη βοήθεια δορυφόρου. Δορυφορικά προγράμματα. II. ~ οικισμός, που αναπτύσσεται στην περιφέρεια μιας πόλης, από την οποία έχει κάποια μορφή εξάρτησης. δορυφορικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. δορυφόρ(ος) (στις σημ. I, II) -ικός (πρβ. αρχ. δορυφορικός `της φρουράς΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δορυφόρος ο [δorifóros] Ο18 : I. (αστρον.) ουράνιο σώμα που κινείται γύρω από έναν πλανήτη και που τον ακολουθεί στην κίνησή του γύρω από τον Ήλιο: H Σελήνη είναι ~ της Γης. || Tεχνητός ~, διαστημικό όχημα που μπαίνει σε τροχιά γύρω από τη γη ή από άλλο ουράνιο σώμα και που κατευθύνεται και ελέγχεται από μια βάση στη γη: Ο τεχνητός ~ εξυπηρετεί στρατιωτικούς ή επιστημονικούς σκοπούς. Mετεωρολογικός / τηλεπικοινωνιακός / τηλεοπτικός ~. Σύνδεση της ελληνικής τηλεόρασης με την ευρωπαϊκή μέσο δορυφόρου. Εκτόξευση δορυφόρου. II1. (στην πολεοδομία) πόλη ~, που αναπτύσσεται στην περιφέρεια μεγαλύτερης πόλης, για να καλύψει οικιστικές κυρίως ανάγκες και που διατηρεί μια σχέση εξάρτησης με την κεντρική πόλη. 2. (μειωτ.) για κράτος τυπικά ανεξάρτητο, ουσιαστικά όμως εξαρτημένο πολιτικά και οικονομικά από μια μεγάλη δύναμη. 3α. (τεχν.) μικρός κωνικός οδοντωτός τροχός. β. (βιολ.) σχηματισμός που βρίσκεται σε ορισμένα χρωμοσώματα. III. στην αρχαιότητα, οπλισμένος στρατιώτης που αποτελούσε μέλος της σωματοφυλακής ενός άρχοντα.

[λόγ.: ΙΙΙ: αρχ. δορυφόρος· Ι, ΙΙ: σημδ. γαλλ. & αγγλ. satellite]

[Λεξικό Κριαρά]
δορυφόρος ο.
  • Βοηθός, συνεργάτης:
    • (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 81).

[αρχ. ουσ. δορυφόρος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δορυφορώ.
  • 1) Είμαι οπλισμένος με δόρυ:
    • άνδρας … δορυφορούντας (Δούκ. 22725).
  • 2) Εξυπηρετώ, βοηθώ:
    • τους πάντας δορυφόρει τους να σε δορυφορούσιν (Φλώρ. 1184).
  • 3) Περιστοιχίζω, περιτριγυρίζω:
    • το γηραλέον ημών σώμα υπό πολλών δορυφορείται, Δέσποτα, κακών (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. (Γριτσόπουλος, Ελλην. 8, 1935, 136)).

[αρχ. δορυφορέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες