Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δόνηση η [δónisi] Ο33 : 1. (φυσ.) ταλάντωση με μικρό πλάτος και με μεγάλη συχνότητα: Σεισμική ~. Οι δονήσεις των φωνητικών χορδών. Aπό την κίνηση των αυτοκινήτων προκαλούνται δονήσεις στα κτίρια. 2. (μτφ.) πολύ έντονη ταραχή ή αναστάτωση: Ψυχική ~. H κυβέρνηση κλονίζεται από τις δονήσεις που προκάλεσε το πολιτικό σκάνδαλο.
[λόγ. δονη- (δονώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. vibration]