Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δόμηση η [δómisi] Ο33 : (τεχν.) το χτίσιμο, η συνολική κατασκευή ενός κτιρίου: Ελεύθερη / συνεχής / πυκνή / αυθαίρετη ~. ~ εκτός σχεδίου. Οι όροι δόμησης των αστικών κέντρων ρυθμίζονται νομοθετικά. Συντελεστής δόμησης, που καθορίζει το ποσοστό οικοδομικής κάλυψης ενός οικοπέδου.
[λόγ. < ελνστ. δόμη(σις) `χτίσιμο΄ -ση]