Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δόλος ο [δólos] Ο18 (συνήθ. εν.) : 1. ενέργεια με την οποία παραπλανάται κάποιος και πείθεται να κάνει κτ. που, ενώ ζημιώνει τον ίδιο, ωφελεί αυτόν που χρησιμοποίησε το τέχνασμα: Tου απέσπασε την υπογραφή / τη συγκατάθεση με δόλο. Οι Έλληνες κυρίευσαν την Tροία με δόλο. 2. (νομ.) τρόπος εκτέλεσης μιας αξιόποινης πράξης, όταν ο δράστης γνωρίζει από πριν τον αθέμιτο χαρακτήρα της: Στην ενέργειά του (δεν) υπήρχε ~.
[αρχ. δόλος `δόλωμα για ψάρια, απάτη΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- δόλος (I) ο.
-
- Πανουργία:
- (Φλώρ. 1611).
[αρχ. ουσ. δόλος. Η λ. και σήμ.]
- Πανουργία:
[Λεξικό Κριαρά]
- δόλος (II) το.
-
- 1) Δόλωμα:
- Ως ο καλός ψαράς … το δόλος οπού βάνει στην άγκιστρον (Κορων., Μπούας 115).
- 2) Πανουργία:
- ο δολερός με το πολύ δόλος ανακατώνει τη βασιλειά (Ζήν. Γ´ 31).
[<ουσ. δόλος ο. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ποντ.]
- 1) Δόλωμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- δολοσκόπημα το.
-
- Δολιότητα:
- αυτοί εσάς με τα δολοσκοπήματά τους ος εδολοσκόπησαν εσάς (Πεντ. Αρ. ΧΧV 18 (έκδ. διλο‑).)>
[<δολοσκοπώ + κατάλ. ‑μα]
- Δολιότητα:
[Λεξικό Κριαρά]
- δολοσκοπώ· αόρ. εδελοσκόπησα.
-
- 1) Συνομοτώ εναντίον κάπ., επιβουλεύομαι κάπ.:
- εδελοσκόπησαν αυτόν να τον θανατώσουν (Πεντ. Γέν. ΧΧΧVΙΙ 18).
- 2) Ξεγελώ κάπ. (με σύστ. αντικ.):
- στεναχωρετάδες αυτοί εσάς με τα δολοσκοπήματά τους ος εδολοσκόπησαν (αυτ. Αρ. ΧΧV 18 (έκδ. εδιλο‑).)>
[<ουσ. δόλος (Ι) + ‑σκοπώ]
- 1) Συνομοτώ εναντίον κάπ., επιβουλεύομαι κάπ.:
[Λεξικό Κριαρά]
- δολοσυκοφαντία η.
-
- Συκοφαντία με δόλο:
- δολοσυκοφαντίαν, τήν εσυκοφαντήθην (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 9).
[<ουσ. δόλος (Ι) + συκοφαντία]
- Συκοφαντία με δόλο:
[Λεξικό Κριαρά]
- δολοσύνη η.
-
- Δόλος:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 475).
[<ουσ. δόλος (Ι) + κατάλ. ‑σύνη]
- Δόλος: