Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δόκανο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δόκανο το [δókano] Ο41 : 1. είδος παγίδας για τη σύλληψη ζώων, που αποτελείται από δύο μεταλλικά οδοντωτά σκέλη (σιαγόνες), που κλείνουν με ελατήριο και πιάνουν το ζώο συνήθ. από το πόδι: Πιάστηκε η αλεπού στο ~. Έστησε δόκανα στο δάσος. || (επέκτ.) κάθε είδος παγίδας. 2. (μτφ.) παγίδα, συνήθ. στις εκφράσεις πιάστηκε / έπεσε στο ~ / έστησε ~, για ύπουλες ενέργειες που έχουν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια δύσκολη και αδιέξοδη κατάσταση, στην οποία ένας άνθρωπος βρίσκεται ξαφνικά μπλεγμένος: Έπεσε στο ~ της αστυνομίας. Πιάστηκε στο ~ της αγάπης.

[ελνστ. *δόκανον (πρβ. ελνστ. δοκάνη `διχαλωτός πάσσαλος για στήσιμο διχτυών΄, δόκανα τά `όρθιες παράλληλες μπάρες ενωμένες στις άκρες΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
δόκανον το.
  • Δοκός:
    • τα τε περί την θάλασσαν τείχη της πόλεως διά δοκάνων ύψωσε (Παράφρ. Χων. 750 (παράθ. από Du Cange, στη λ.)).

[μτγν. ουσ. δόκανα τα (L‑S)· βλ. και LBG. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες