Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δωσίλογος ο [δosíloγos] Ο20α : αυτός που συνεργάστηκε με τον κατακτητή, κυρίως με τις γερμανικές αρχές κατοχής, κατά τη διάρκεια του β' παγκόσμιου πολέμου στην Ελλάδα.
[λόγ. δωσι- (θ. του αρχ. ρ. δίδωμι, πρβ. δωσίδικος) + -λογος κατά το υπόλογος με βάση τη λαϊκή φρ. δίνω λόγο `λογοδοτώ΄]