Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δωροληψία η [δorolipsía] Ο25 : η ενέργεια αυτού που δωροδοκείται, που με υλικά ανταλλάγματα δέχεται, κατά παράβαση του νόμου, να ρυθμίσει ευνοϊκά την υπόθεση κάποιου· παθητική δωροδοκία. ANT δωροδοκία: Kαταδικάστηκε για ~.
[λόγ. < ελνστ. δωροληψία]
[Λεξικό Κριαρά]
- δωροληψία η.
-
- Η αποδοχή δώρων, δωροδοκία:
- (Σπαν. P 75).
[μτγν. ουσ. δωροληψία. Η λ. και σήμ.]
- Η αποδοχή δώρων, δωροδοκία: