Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δωρολήπτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δωρολήπτης ο [δorolíptis] Ο10 θηλ. δωρολήπτρια [δorolíptria] Ο27 : (νομ.) αυτός που έχει υποπέσει στο αδίκημα της δωροληψίας.

[λόγ. < ελνστ. δωρολήπτης· λόγ. δωρολήπ(της) -τρια]

[Λεξικό Κριαρά]
δωρολήπτης ο.
  • Αυτός που δέχεται δωροδοκία:
    • (Δούκ. 29323).

[μτγν. ουσ. δωρολήπτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες