Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δωρητής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δωρητής ο [δoritís] Ο7 θηλ. δωρήτρια [δorítria] Ο27 : αυτός που κάνει μια δωρεά: Οι δωρητές και οι ευεργέτες ενός ναού / ιδρύματος. || ~ σώματος, ιστών ή οργάνων του σώματος, αυτός που τα προσφέρει για μεταμόσχευση ή για ερευνητικούς σκοπούς, όσο ζει ή μετά το θάνατό του.

[λόγ. < ελνστ. δωρητής `ευεργέτης΄ σημδ. γαλλ. donateur· λόγ. δωρη(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες