Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δωρεά η [δoreá] Ο24 : 1. ό,τι παραχωρείται χωρίς αμοιβή ή αντάλλαγμα, χρηματικό ποσό, ακίνητο ή κινητό περιουσιακό στοιχείο που προσφέρει κάποιος στο κράτος, σε κοινωφελές ίδρυμα ή σε κπ. ιδιώτη: Πολλά δημόσια κτίρια έγιναν με δωρεές ευεργετών. Οι φίλοι του νεκρού έκαναν δωρεές / κατέθεσαν ποσά ως ~ στη μνήμη του. || (νομ.) η σύμβαση με την οποία ο δωρητής παρέχει στο δωρεοδόχο κάποιο περιουσιακό στοιχείο, χωρίς αντάλλαγμα και με την προϋπόθεση ότι μετά τη δωρεά μειώνεται η περιουσία του πρώτου και αυξάνεται του δευτέρου: Tο κτήμα τού το μεταβίβασε ο πατέρας του ως ~. 2. ~ σώματος, ιστού ή οργάνου, εκφρασμένη επιθυμία ενός ατόμου να τα παραχωρήσει, όσο ζει ή μετά το θάνατό του, για μεταμοσχεύσεις ή για ερευνητικούς σκοπούς. 3. (εκκλ.) H ~ του Aγίου Πνεύματος, η επιφοίτηση, η χάρη του Aγίου Πνεύματος. || (έκφρ.) σφραγίδα* δωρεάς.
[λόγ. < αρχ. δωρεά & σημδ. γαλλ. donation]
[Λεξικό Κριαρά]
- δωρεά η· δωρά.
-
- 1) Ό,τι δίνεται χωρίς ανταπόδοση ή αμοιβή, δώρο, προσφορά:
- (Διγ. Z 3943)·
- Εάν … αποκτείνῃς αυτόν, έξεις και παρ’ εμού … δωρεάς (Έκθ. χρον. 7612).
- 2) (Νομ.) δωρεά:
- (Βακτ. αρχιερ. 146)·
- Περί της δωράς τήν πολομά άνθρωπος εις τον θάνατόν του (Ασσίζ. 176).
- 3) Θεία χάρη:
- (Σφρ., Χρον. 18614)·
- έλαβε και την δωρεάν των θείων μυστηρίων (Λίμπον. 348).
- 4) Περιοχή που δίνει ο βασιλιάς σε συγγενείς ή σε υπαλλήλους του, τιμάριο:
- έδωκέ του (ενν. ο βασιλεύς) διά δωρεάν και προίκα τα Δωδεκάνησα (Δωρ. Μον. ΧΧVΙ).
- 5) Δωροδοκία:
- (Ασσίζ. 11320).
- Η αιτιατ. ως επίρρ. = άσκοπα, μάταια:
- «έσω σε έχω, κόσσυφε, δωρεάν και σπαρταρίζεις» (Γλυκά, Στ. 245).
[αρχ. ουσ. δωρεά. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ό,τι δίνεται χωρίς ανταπόδοση ή αμοιβή, δώρο, προσφορά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δωρεάν [δoreán] επίρρ. τροπ. : 1α. χωρίς χρήματα: H εκπαίδευση στην Ελλάδα παρέχεται ~. Οι άποροι νοσηλεύονται ~. Tαξίδεψα ~, τζάμπα1α. || (ως επίθ.): Kαθιέρωση της ~ παιδείας. Άρχισε η ~ διανομή των συγγραμμάτων. β. πολύ φτηνά· τζάμπα1β. 2. χωρίς προσπάθεια, χωρίς προσωπική συμβολή: H ελευθερία και η δημοκρατία δε μας προσφέρονται ~, πρέπει να αγωνιστούμε για να τις κατακτήσουμε και να τις διατηρήσουμε.
[λόγ. < αρχ. δωρεάν]