Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δωρίζω [δorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. προσφέρω κτ. ως δώρο, χαρίζω σε κπ. κτ., του το κάνω δώρο, συνήθ. σε γιορτή, επέτειο κτλ.: Tης δώρισε στο γάμο τους ένα δαχτυλίδι. || (έκφρ.) το δώρο δε δωρίζεται, δεν είναι σωστό να δωρίζεις σε κπ. άλλον κτ. που έχεις δεχτεί ως δώρο. 2. παραχωρώ κτ. ως δωρεά, κάνω δωρεά: Δώρισε την περιουσία του στο κράτος / στην εκκλησία / στο πανεπιστήμιο.
[δώρ(ο) -ίζω (διαφ. το ελνστ. Δωρίζω `μιμούμαι τους Δωριείς΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- δωρίζω.
-
- Δίνω, προσφέρω κ. ως δώρο, χαρίζω:
- Περί δωρεάς, ότι δεν δωρίζει η γυναίκα τίποτες τῳ ανδρί (Βακτ. αρχιερ. 146).
[<ουσ. δώρον + κατάλ. ‑ίζω. Μέσ. τον 5. αι. (LBG). Η λ. και σήμ.]
- Δίνω, προσφέρω κ. ως δώρο, χαρίζω: