Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δωδεκαδάκτυλο το [δoδekaδáktilo] Ο40 : (ανατ.) το αρχικό τμήμα του λεπτού εντέρου, που συνδέεται με το στομάχι και που έχει σχήμα πετάλου: Έλκος του δωδεκαδακτύλου.
[λόγ. < ελνστ. δωδεκαδάκτυλος ἡ (ενν. ἔκφυσις) ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. δωδεκαδάκτυλος `που έχει μήκος δώδεκα δακτύλους΄ με μεταπλ. σε ουδ. κατά τη λ. έντερο]