Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δωδεκάωρος -η -ο [δoδekáoros] Ε5 : που διαρκεί δώδεκα ώρες· δώδεκα ωρών: Δωδεκάωρη διορία / καθυστέρηση. || (ως ουσ.) το δωδεκάωρο.
[λόγ. < ελνστ. δωδεκάωρος]