Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δωδεκάμηνος, επίθ.
-
- (Προκ. για το έτος) που έχει δώδεκα μήνες:
- χρόνος ο δωδεκάμηνος ωσάν τροχός γυρίζει (Απόκοπ. (Παναγ.) 134).
[αρχ. επίθ. δωδεκάμηνος. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για το έτος) που έχει δώδεκα μήνες:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δωδεκάμηνος -η -ο [δoδekáminos] Ε5 : που διαρκεί δώδεκα μήνες: Δωδεκάμηνη θητεία. || (ως ουσ.) το δωδεκάμηνο, διάστημα δώδεκα μηνών (συνήθ. στη θέση των λέξεων χρόνος ή έτος, όταν αναφερόμαστε σε υπολογισμούς που έχουν ως βάση υποδιαιρέσεις του χρόνου): Οι δόσεις καταβάλλονται κάθε τρίμηνο, εξάμηνο ή δωδεκάμηνο. Yπηρετεί δωδεκάμηνο, δωδεκάμηνη στρατιωτική θητεία.
[λόγ. < αρχ. δωδεκάμηνος]