Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δωδεκάδα η [δoδekáδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. : δώδεκα ομοειδή πρόσωπα ή πράγματα που αποτελούν ένα σύνολο: Mια ~ πουκάμισα. Δύο δωδεκάδες αυγά / πιάτα. || (πληθ.) για να δηλώσουμε μεγάλο αριθμό, μεγάλη ποσότητα: Mε τις δωδεκάδες αγοράζει τα παπούτσια.
[λόγ. < αρχ. δωδεκάς, αιτ. -άδα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δωδεκαδακτυλικός -ή -ό [δoδekaδaktilikós] Ε1 : (ανατ.) που αναφέρεται στο δωδεκαδάκτυλο ή που εντοπίζεται σε αυτό: Δωδεκαδακτυλικό έλκος.
[λόγ. δωδεκαδάκτυλ(ον) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δωδεκαδάκτυλο το [δoδekaδáktilo] Ο40 : (ανατ.) το αρχικό τμήμα του λεπτού εντέρου, που συνδέεται με το στομάχι και που έχει σχήμα πετάλου: Έλκος του δωδεκαδακτύλου.
[λόγ. < ελνστ. δωδεκαδάκτυλος ἡ (ενν. ἔκφυσις) ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. δωδεκαδάκτυλος `που έχει μήκος δώδεκα δακτύλους΄ με μεταπλ. σε ουδ. κατά τη λ. έντερο]