Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυόσμος ο [δjózmos] Ο18 : ποώδες αρωματικό φυτό που τα φύλλα του χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα.
[αρχ. ἡδύοσμος (“που μυρίζει γλυκά”) `πράσινη μέντα΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- δυοσμόσπορος ο.
-
- Σπόρος δυόσμου:
- (Ιατροσόφ. 9510).
[<ουσ. δύοσμος (<ηδύοσμος) ή δύοσμον (LBG) + σπόρος]
- Σπόρος δυόσμου: