Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δυόμισι, αριθμητ.
-
- Δυόμισι:
- δυόμισι χρονώ (Φορτουν. Α´ 15).
[<αριθμητ. δύο + επίθ. ήμισυ. Η λ. σε επιγρ. (‑υ, L‑S) και σήμ.]
- Δυόμισι:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<αριθμητ. δύο + επίθ. ήμισυ. Η λ. σε επιγρ. (‑υ, L‑S) και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |