Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυόμισι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δυόμισι, αριθμητ.
  • Δυόμισι:
    • δυόμισι χρονώ (Φορτουν. Α´ 15).

[<αριθμητ. δύο + επίθ. ήμισυ. Η λ. σε επιγρ. (υ, L‑S) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες