Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυτικοευρωπαϊκός -ή -ό [δitikoevropaikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη δυτική Ευρώπη ή στους κατοίκους της ή που έχει σχέση με αυτήν ή με αυτούς: Δυτικοευρωπαϊκές συνήθειες. || Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση, στρατιωτική συμμαχία μεταξύ κρατών που ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση: H Ελλάδα ανήκει στη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση.
[λόγ. δυτικο- + ευρωπαϊκός μτφρδ. γερμ. west europäisch]