Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσχρωματοψία η [δisxromatopsía] Ο25 : (ιατρ.) ανωμαλία της όρασης, εξαιτίας της οποίας το άτομο που πάσχει δεν μπορεί να διακρίνει ορισμένα χρώματα, κυρίως τα τρία βασικά.
[λόγ. < γαλλ. dyschromatopsie < dys- = δυσ- + αρχ. χρωματ- (χρῶμα) + ὄψ(ις) `ικανότητα όρασης, κοίταγμα΄ -ie = -ία]