Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσχεραίνω [δisxeréno] -ομαι Ρ7.2 : δημιουργώ τις προϋποθέσεις για να γίνει κτ. δυσχερές, το δυσκολεύω: H κακοκαιρία δυσχεραίνει τη συγκοινωνία με τα ορεινά χωριά. H άρνησή του να συνεργαστεί δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
[λόγ. < ελνστ. δυσχεραίνω, αρχ. σημ.: `δυσανασχετώ΄]