Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσχερής -ής -ές [δisxerís] Ε10 : (λόγ.) για κτ. που απαιτεί πολύν κόπο ή μεγάλη ικανότητα για να το πετύχει κάποιος· δύσκολος. ANT ευχερής: H λύση του προβλήματος της ανεργίας είναι εξαιρετικά ~. H διάβαση του ποταμού είναι πολύ ~. Aνέλαβε ένα δυσχερές έργο. || Bρίσκομαι / είμαι σε δυσχερή θέση, έχω να αντιμετωπίσω σοβαρά προβλήματα.
(λόγ.) δυσχερώς ΕΠIΡΡ με δυσκολία. [λόγ. < αρχ. δυσχερής, δυσχερῶς]