Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσφορ*
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυσφορία η [δisforía] Ο25 : 1. αίσθημα εσωτερικής πίεσης και πνιγμού που οφείλεται σε οργανική ανωμαλία ή σε αποπνικτική ατμόσφαιρα: Tο υπερβολικό φαγητό / η μεγάλη ζέστη / η αποπνικτική ατμόσφαιρα προκαλεί ~. 2. δυσάρεστο συναίσθημα που μας προκαλεί μια κατάσταση ενοχλητική, κτ. που δεν το εγκρίνουμε ή που δεν το ανεχόμαστε: Οι πρωτοβουλίες του προκάλεσαν την έντονη ~ των προϊσταμένων του. Δεν μπόρεσε να κρύψει τη ~ του για την παρουσία αυτού του ανεπιθύμητου προσώπου.

[λόγ. < αρχ. δυσφορία]

[Λεξικό Κριαρά]
δυσφορία η.
  • Στενοχώρια, θλίψη:
    • (Δούκ. 27915).

[αρχ. ουσ. δυσφορία. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δύσφορος, επίθ.
  • Το ουδ. ως ουσ. = δύσκολος, ανηφορικός δρόμος·
    • (μεταφ.):
      • το δύσφορον ν’ ανάβω της οδύνης (Λόγ. παρηγ. O 424).

[αρχ. επίθ. δύσφορος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυσφορώ [δisforó] Ρ10.9α : αισθάνομαι δυσφορία για μια δυσάρεστη ή ενοχλητική κατάσταση: Οι υπάλληλοι δυσφορούν, γιατί ο φόρτος της εργασίας είναι πολύ μεγάλος. Ο λαός άρχισε να δυσφορεί για την αύξηση της φορολογίας.

[λόγ. < αρχ. δυσφορῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες