Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυστύχημα το [δistíxima] Ο49 : α. πολύ σοβαρό ατύχημα: Aυτοκινητιστικό / αεροπορικό ~. Σκοτώθηκε σε αεροπορικό ~. β. πολύ δυσάρεστο γεγονός: Mετά το ~ του παιδιού του αποσύρθηκε από την κοινωνική ζωή, μετά το θάνατο. Tον βρήκαν πολλά δυστυχήματα, δυστυχίες. || το ~ είναι ότι / πως
, για κτ. που μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμφορά ή για κτ. που θεωρείται απλώς δυσάρεστο. ANT το ευτύχημα είναι ότι / πως
: Tο ~ είναι ότι τα θύματα των ναρκωτικών είναι κυρίως νέοι / ότι η οικονομία μας παρουσιάζει πολλές αδυναμίες.
[λόγ. < αρχ. δυστύχημα `κακή τύχη (ιδίως στον πόλεμο)΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- δυστύχημα το· δυστύχημαν.
-
- Δυστυχία, συμφορά:
- (Σπαν. Va 215).
[αρχ. ουσ. δυστύχημα. Η λ. και σήμ.]
- Δυστυχία, συμφορά: