Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυστυχισμένος -η -ο [δistixizménos] Ε3 : ANT ευτυχισμένος. 1α. που βρίσκεται σε μια διαρκή δυσάρεστη ψυχική κατάσταση, επειδή του έχει συμβεί κτ. θλιβερό ή τραγικό: Tα εγκαταλειμμένα παιδιά είναι δυστυχισμένες υπάρξεις. ~ άνθρωπος. Δυστυχισμένη οικογένεια. || (ως ουσ.): Συμπαράσταση στους φτωχούς και στους δυστυχισμένους. β. που προκαλεί τον οίκτο, γιατί είναι ή θεωρείται δυστυχισμένος· κακομοίρης: Ένα δυστυχισμένο γεροντάκι στέκεται στη γωνιά του δρόμου. || (ως ουσ.): A!, τι έπαθε ο ~!, ο δυστυχής. γ. που εκδηλώνει δυστυχία: Πήρε ένα δυστυχισμένο ύφος, θλιμμένο. 2α. για χρονική περίοδο κατά την οποία συμβαίνουν πολύ δυσάρεστα γεγονότα, πολλές δυστυχίες· θλιβερός: Στην εξορία έζησε τα πιο δυστυχισμένα χρόνια της ζωής του. Δυστυχισμένα νιάτα / γεράματα. || ~ γάμος. β. για τόπο φτωχό, εγκαταλειμμένο, όπου ζουν δυστυχισμένοι άνθρωποι: Δυστυχισμένη πατρίδα!
δυστυχισμένα ΕΠIΡΡ: Έζησαν ~. [μσν. δυστυχισμένος μππ. του μσν. δυστυχίζω < αρχ. δυστυχ(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. δυστυχησ-]