Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυστυχία η [δistixía] Ο25 : 1. κατάσταση που δημιουργείται από μεγάλο ψυχικό πόνο, από μεγάλη σωματική στέρηση και γενικά από την αδυναμία να ικανοποιηθεί κάποια επιθυμία. ANT ευτυχία: H ~ τον συνόδεψε σε όλη του τη ζωή. Άνθρωπος που δε γνώρισε τη ~. Γύρω μας υπάρχει πολλή ~. Zει μέσα στη φτώχεια και στη ~. (επιφ. έκφρ.) (Aχ) ~ μου (τι έπαθα)! 2. γεγονός που προκαλεί δυστυχία, συμφορά: H ζωή του ήταν γεμάτη δυστυχίες.
[λόγ. < αρχ. δυστυχία]
[Λεξικό Κριαρά]
- δυστυχία η· δυστυχιά.
-
- 1) Συμφορά:
- (Φλώρ. 1511).
- 2) Κακοτυχία:
- να μη με βρούνε δυστυχιές, δάκρυα και μοιρολόγια (Δεφ., Λόγ. 406).
- 3) Δυστυχία (εδώ προσωποπ.):
- όσους (ενν. η Τύχη) ελευθέρωσεν από την Δυστυχίαν (Λόγ. παρηγ. L 12).
[αρχ. ουσ. δυστυχία. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Συμφορά: