Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυστροφία η [δistrofía] Ο25 : (ιατρ.) διαταραχή στη θρέψη ιστού, οργάνου ή ολόκληρου του οργανισμού. || αλλοιώσεις που δημιουργεί η παραπάνω διαταραχή.
[λόγ. < νλατ. dystrophia < dys- = δυσ- + αρχ. τροφ(ή) -ia = -ία]