Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυστροπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυστροπώ [δistropó] Ρ10.9α : δημιουργώ δυσκολίες, προβάλλω εμπόδια και έμμεσα ή άμεσα αρνούμαι να κάνω κτ.: Δυστροπεί να εξοφλήσει τα χρέη του.

[λόγ. δύστροπ(ος) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες