Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυστροπία η [δistropía] Ο25 : η ιδιότητα του δύστροπου: H ~ του τον απομάκρυνε από όλους τους φίλους του.
[λόγ. < ελνστ. δυστροπία]
[Λεξικό Κριαρά]
- δυστροπία η· δυστροπιά.
-
- Ιδιοτροπία:
- με δυστροπίες … να ’ναι (ενν. οι ψευδόφιλοι) γεμάτοι (Σαχλ. B´ P 56).
[μτγν. ουσ. δυστροπία]
- Ιδιοτροπία: