Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσπιστία η [δispistía] Ο25 : αμφιβολία για την αξιοπιστία ενός προσώπου, πολύ επιφυλακτική στάση σε καταστάσεις, γεγονότα ή πράγματα: Aντιμετωπίζω με μεγάλη ~ τις διαβεβαιώσεις του. Tο αγοραστικό κοινό δέχτηκε με ~ το νέο προϊόν. || Πρόταση δυσπιστίας, με την οποία ζητείται η άρση της εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση· (πρβ. πρόταση μομφής).
[λόγ. < ελνστ. δυσπιστία]
[Λεξικό Κριαρά]
- δυσπιστία η· δυσπιστιά.
-
- Έλλειψη εμπιστοσύνης, αμφιβολία:
- να λείπει η δυσπιστία εκ τα εμά φουσσάτα (Αργυρ., Βάρν. K 130).
[μτγν. ουσ. δυσπιστία. Η λ. και σήμ.]
- Έλλειψη εμπιστοσύνης, αμφιβολία: