Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσπαρευνία η [δisparevnía] Ο25 : (ιατρ.) επώδυνη συνουσία.
[λόγ. < νλατ. dyspareunia < dys- = δυσ- + pareunia < αρχ. πάρευν(ος) `σύντροφος στο κρεβάτι΄ -ia = -ία]